εμμανής

εμμανής
ης, ες
1) неистовый, бешеный, безумный, безудержный; 2) одержимый страстью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εμμανής" в других словарях:

  • ἐμμανής — frantic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμμανής — ές (AM ἐμμανής, ές) μετά μανίας, μανιώδης, παράφορος («θεοῡ πνοιαῑσιν ἐμμανής» τρελή από θεϊκή έμπνευση) …   Dictionary of Greek

  • ἐμμανῆ — ἐμμανής frantic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐμμανής frantic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐμμανής frantic masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμανέστερον — ἐμμανής frantic adverbial comp ἐμμανής frantic masc acc comp sg ἐμμανής frantic neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμανεστάτων — ἐμμανής frantic fem gen superl pl ἐμμανής frantic masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμανές — ἐμμανής frantic masc/fem voc sg ἐμμανής frantic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμανέστατα — ἐμμανής frantic adverbial superl ἐμμανής frantic neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμανέστατον — ἐμμανής frantic masc acc superl sg ἐμμανής frantic neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμανεστάτους — ἐμμανής frantic masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμανοῦς — ἐμμανής frantic masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμανέας — ἐμμανής frantic masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»